(αρχ. ιατρός <ιάομαι= θεραπεύω, γιατρεύω)
-
να μην βλάπτει
-
να θυμάται πάντα και να συνειδητοποιεί ότι μπορεί άθελά του να βλάψει
-
να προσπαθεί να αγαπά τον ασθενή παρά τις αντίξοες συνθήκες υπό τις οποίες συνήθως καλείται να λειτουργήσει (πχ πόλεμος, κακουχίες, δυσπιστία των ασθενών, αθέμιτος ανταγωνισμός των συναδέλφων, δυσφήμιση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης)
-
να μην εκβιάζει τον ασθενή για αμοιβή
-
να μην αμελεί, να μην αγνοεί να μην περιφρονεί εκείνους που ζητούν τη βοήθειά του και δεν τον έχουν πληρώσει για κάποιον λόγο
-
να αμείβεται από τον ασθενή ή το ίδρυμα στο οποίο συμφώνησε να ασκεί το λειτούργημά του
-
να μην αλλάζει τον χαρακτήρα του και την ποιότητα των παρεχομένων από αυτόν υπηρεσιών ανάλογα με την ύπαρξη, την απουσία ή το ύψος της αμοιβής που έλαβε ή συμφώνησε να λάβει
-
να ομολογεί στον εαυτό του και στον ασθενή την όποια έλλειψη της απαραίτητης για το λειτούργημά του γνώσης - να φροντίζει να την αναπληρώνει εγκαίρως και να εκπαιδεύεται συνεχώς
-
να μοιράζεται όλη τη γνώση και τη τεχνογνωσία του ανοιχτά με τους συναδέλφους που του το ζήτησαν
-
να εκπαιδεύει τους νεότερους συναδέλφους στις ιατρικές και στις χειρουργικές δεξιότητες, στην ηθική και στη δεοντολογία
-
να συνειδητοποιεί ότι αναγκαστικά θα θυσιάζει την υγεία του ίδιου, τα οικονομικά του, την ηρεμία του, τον χρόνο του για την υγεία του ασθενή
-
να είναι ακέραιος - να συνειδητοποιεί ότι παρά τις θησίες του, συχνά θα νιώθει και θα είναι το θύμα της κακόβουλης εξαπάτησης